- γογγύζει
- γογγύζωmutterpres ind mp 2nd sgγογγύζωmutterpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
γογγυστικός — γογγυστικός, ή, όν (Α) αυτός που έχει την τάση να γογγύζει … Dictionary of Greek
γογγύζω — γόγγυξα και γόγγυσα 1. στενάζω, βογκώ: Ο τραυματίας γόγγυζε από τον πόνο μέσα στο ασθενοφόρο. 2. παραπονούμαι, δυσανασχετώ: Ο λαός γογγύζει για τα νέα φορολογικά μέτρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)